αναβίβαστρο

αναβίβαστρο
το
μηχάνημα με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για επισκευή ή αντικατάσταση τού τροχού του, γρύλλος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevrette
πρβλ. και αναβιβαστήρ(ας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • αναβιβαστήρας — ο ο αναβατήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevrette πρβλ. κ. αναβίβαστρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”