- αναβίβαστρο
- τομηχάνημα με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για επισκευή ή αντικατάσταση τού τροχού του, γρύλλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση τού γαλλ. chevretteπρβλ. και αναβιβαστήρ(ας)].
Dictionary of Greek. 2013.